επιφιλόνεικος

επιφιλόνεικος
ἐπιφιλόνεικος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο ερίζουν, φιλονεικούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλό-νεικος (< φίλος + νείκος «αγώνας»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιφιλονεικώ — ἐπιφιλονεικῶ, έω (Α) [επιφιλόνεικος] φιλονεικώ επί πλέον ή εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”